- οὐλίριος
- οὐλίριος, ον,A woolly, dub. l. in POxy.109.17 (iii/iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουλίριος — οὐλίριος, ον (Α) (αμφβλ. ανάγν.) τριχωτός, μαλλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός, κατσαρός» + ἔριον] … Dictionary of Greek